Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νωπογραφια
1 item total
νωπογραφία η [nopoγrafía] Ο25 : ΣYN φρέσκο. 1. μέθοδος ζωγραφικής σε τοίχο, στην οποία χρησιμοποιούν υδροχρώματα επάνω στη νωπή ακόμη επιφάνεια του ασβεστοκονιάματος. 2. τοιχογραφία ζωγραφισμένη με την παραπάνω μέθοδο.

[λόγ. νωπ(ός) -ο- + γράφ(ω) -ία κατά το ζωγραφία (δες στο ζωγραφιά) απόδ. ιταλ. affresco < a fresco `σε φρέσκο΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go