Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: νυχτερίδα
1 item total
νυχτερίδα η [nixteríδa] Ο26 : μικρό νυκτόβιο θηλαστικό του οποίου τα πίσω πόδια, με τα πολύ μακριά δάχτυλά τους, καλύπτονται με μεμβράνες έτσι ώστε να σχηματίζουν φτερούγες, χάρη στις οποίες μπορεί να πετάει: Στα ερείπια του κάστρου φωλιάζουν νυχτερίδες. Aυτός βγαίνει έξω μόνο τη νύχτα σαν τη ~. ΦΡ κάποιος έχει το κοκαλάκι της νυχτερίδας, γίνεται σε όλους συμπαθητικός, χάρη σε κάποιο κρυφό χάρισμά του ή είναι πολύ τυχερός.

[μσν. νυχτερίδα < νυκτερίδα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < αρχ. νυκτερίς, αιτ. -ίδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go