Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντουντουκα
1 εγγραφή
ντουντούκα η [dudúka] Ο25α : (οικ.) α. χωνί, τηλεβόας. β. είδος παιδικής τρομπέτας.

[τουρκ. düdük κατά το φλογέρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες