Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ντέτεκτιβ
1 item total
ντέτεκτιβ ο [détektiv] & ντετέκτιβ ο [detéktiv] & ντέντεκτιβ ο [dédektiv] & ντεντέκτιβ ο [dedéktiv] Ο (άκλ.) : ιδιωτικός μυστικός αστυνομικός που ασχολείται με την έρευνα ιδιωτικών υποθέσεων: Έβαλε ~ να παρακολουθεί τον αντίδικό του / τη γυναίκα του.

[λόγ. < αγγλ. detective και μετακ. τόνου στην προπαραλ.(;)· προχωρ. αφομ. [d-t > d-d] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go