Dictionary of Standard Modern Greek
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
- ντάλα [dála] επίρρ. χρον. : (οικ.) στις ΦΡ ~ μεσημέρι, καταμεσήμερο καλοκαιρινής μέρας, με πολύ δυνατό ήλιο. ~ καλοκαίρι, κατακαλόκαιρο, με πολλή ζέστη. || (ως ουσ.) στη ΦΡ στην ~ του καλοκαιριού / του ήλιου.
[τουρκ. dal `σκέτο, γυμνό΄ -α]
- νταραβέρι το [daravéri] & νταλαβέρι το [dalavéri] Ο44α : (οικ.) 1. οι σχέσεις στον εμπορικό, κοινωνικό ή ερωτικό τομέα, συνήθ. μειωτικά: Δε θέλω να ΄χω νταραβέρια μ΄ αυτόν. Tι νταραβέρια έχει μ΄ αυτή; 2. φασαρία, αναστάτωση: Mεγάλο ~ γίνεται εκεί πέρα. || (πληθ.) καβγάδες: Aν δεν πληρώσεις θα ΄χουμε νταραβέρια.
[ιταλ. dar(e) aver(e) -ι από επιγραφές στα λογιστικά βιβλία: “το δώσει - το έχει”, `δούναι - λαβείν΄· ανομ. υγρών συμφ. [r-r > l-r] ]
- νταραβερίζομαι [daraverízome] & νταλαβερίζομαι [dalaverízome] Ρ2.1β : (οικ.) 1. έχω οικονομικές δοσοληψίες: Δεν μπορώ να νταραβεριστώ χωρίς λεφτά. 2. έχω σχέσεις με κπ.: Aυτός νταραβερίζεται με πολύν κόσμο.
[νταραβέρ(ι), νταλαβέρ(ι) -ίζομαι]