Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νουθεσία
1 εγγραφή
νουθεσία η [nuθesía] Ο25 : συμβουλή που δίνει ένας ώριμος συνήθ. άνθρωπος σε νεαρό άτομο, για να το προστατεύσει από ενδεχόμενο σφάλμα ή για να το συνετίσει: Οι πολύτιμες νουθεσίες των δασκάλων / των γονιών μου. || Άσε τις νουθεσίες, για ενοχλητικές και περιττές συμβουλές.

[λόγ. < αρχ. νουθεσία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες