Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νοσώ [nosó] Ρ10.9α : 1.(λόγ.) είμαι άρρωστος, ασθενώ 2. (μτφ., για λειτουργία κοινωνικών θεσμών ή οικονομικών δομών) βρίσκομαι σε κακή κατάσταση: H δημοκρατία / η εκπαίδευση / η οικονομία νοσεί και χρειάζεται εξυγίανση.
[λόγ. < αρχ. νοσῶ]



