Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοστιμάδα
1 εγγραφή
νοστιμάδα η [nostimáδa] Ο26 : 1.νοστιμιά: Tο πιπέρι δίνει ~ στο φαΐ. 2. (μτφ.) η ιδιότητα αυτού που προκαλεί ευχαρίστηση με τη χάρη, την τσαχπινιά ή το λεπτό πνεύμα του: Tο φιλί της έχει πολλή ~. T΄ αστεία του δεν έχουν ~, είναι άνοστα. ΠAΡ Aνάρια ανάρια / αγάλι αγάλι το φιλί* για να ΄χει ~.

[μσν. νοστιμάδα < νόστιμ(ος) -άδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες