Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νηολόγιο το [niolójio] Ο40 : επίσημο βιβλίο όπου εγγράφονται τα εμπορικά πλοία που ανήκουν στη δικαιοδοσία ενός λιμεναρχείου: Πλοία γραμμένα σε ελληνικά νηολόγια, ελληνικής εθνικότητας. Πλοία ξένων νηολογίων. Πλοία νηολογίου Πειραιά.
[λόγ. < αρχ. νηο- + -λόγιον (δες στο νηοπομπή)]