Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεφρό
10 εγγραφές [1 - 10]
νεφρό το [nefró] Ο38 : καθένα από τα δύο ουροποιητικά όργανα των σπονδυλωτών, τα οποία στον άνθρωπο έχουν σχήμα φασολιού και βρίσκονται στην οσφυϊκή χώρα, δεξιά και αριστερά από τη σπονδυλική στή λη: Έχει πέτρες / άμμο στα νεφρά. ΦΡ μου έπεσαν τα νεφρά, όταν σηκώ νω μεγάλα βάρη και αισθάνομαι πόνους στη μέση. άνοιξαν τα νεφρά μου, για κπ. που έχει συχνουρία.

[μσν. νεφρά (πληθ.) < αρχ. νεφροί (πληθ., σπάν. εν. νεφρός ὁ) μεταπλ. σε ουδ. κατά τα ήπατα]

νεφρο- [nefro] & νεφρό- [nefró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & νεφρ- [nefr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό παρατηρείται στα νεφρά ή αφορά τα νεφρά: νεφραλγία, ~γραφία, ~κήλη, ~λιθίαση, ~λογία, νεφρόλυση, ~ρραφία.

[λόγ. < γαλλ. néphro- θ. του αρχ. ουσ. νεφρό(ς) ως α' συνθ.: νεφρο-λογία < γαλλ. néphrologie]

νεφροειδής -ής -ές [nefroiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα του νεφρού.

[λόγ. < αρχ. νεφροειδής]

νεφρολιθίαση η [nefroliθíasi] Ο33 : σχηματισμός λίθων στα νεφρά.

[λόγ. < νλατ. nephrolithiasis < nephro- = νεφρο- + lithiasis = λιθία(σις) -ση]

νεφρολογία η [nefrolojía] Ο25 : κλάδος της παθολογίας που ασχολείται με τις παθήσεις των νεφρών.

[λόγ. < γαλλ. néphrologie < néphro- = νεφρο- + -logie = -λογία]

νεφρολογικός -ή -ό [nefrolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη νεφρολογία: Nεφρολογικό τμήμα νοσοκομείου.

[λόγ. < γαλλ. néphrologique < néphro log(ie) = νεφρολογ(ία) -ique = -ικός]

νεφρολόγος ο [nefrolóγos] Ο18 θηλ. νεφρολόγος [nefrolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στη νεφρολογία.

[λόγ. < γαλλ. néphrologue < néphro (lo gie) = νεφρο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

νεφροπάθεια η [nefropáθia] Ο27 : γενική ονομασία για παθήσεις των νεφρών.

[λόγ. < γαλλ. néphropathie < néphro- = νεφρο- + -pathie = -πάθεια]

νεφροπαθής -ής -ές [nefropaθís] Ε10 : που έχει κάποια πάθηση των νεφρών. || (ως ουσ.) ο νεφροπαθής, θηλ. νεφροπαθής.

[λόγ. νεφροπάθ(εια) -ής (αναδρ. σχημ.)]

νεφρός ο [nefrós] Ο17 : (λόγ., ιατρ.) νεφρό: Δεξιός / αριστερός ~. Tεχνητός* ~. Mεταμόσχευση / αφαίρεση / πτώση νεφρού.

[λόγ. < αρχ. νεφρός (δες στο νεφρό)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες