Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεοναζί ο [neonazí] Ο (άκλ.) πληθ. και νεοναζήδες : οπαδός του νεοναζισμού.
[λόγ. < γερμ. Neonazi (Neo- = νεο-)]
- νεοναζισμός ο [neonazizmós] Ο17 : ιδεολογικοπολιτικό κίνημα που αναπτύχθηκε, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, σε κράτη της δυτικής Ευρώπης και που προσπαθεί να αναβιώσει το πνεύμα του ναζισμού.
[λόγ. < γερμ. Neonazismus < Neonaz(i) = νεοναζ(ί) -ismus = -ισμός]
- νεοναζιστής ο [neonazistís] Ο7 θηλ. νεοναζίστρια [neonazístria] Ο27 : οπαδός του νεοναζισμού· νεοναζί.
[λόγ. < γερμ. Neonazist (Neo- = νεο-, -ist = -ιστής)· λόγ. νεοναζισ(τής) -τρια]
- νεοναζιστικός -ή -ό [neonazistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το νεοναζισμό ή με τους νεοναζιστές.
[λόγ. νεοναζιστ(ής) -ικός μτφρδ. γερμ. neo nazistisch]