Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεανίας
1 εγγραφή
νεανίας ο [neanías] Ο3 : (λόγ.) νεαρό αγόρι, νεαρός. νεανίσκος ο YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. νεανίας· λόγ. < αρχ. νεανίσκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες