Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ναυ*
68 items total [41 - 50]
ναυταπάτη η [naftapáti] Ο30 : δόλια βλάβη σε πλοίο ή σε φορτίο εμπορικού πλοίου, που προκαλείται από μέλος του πληρώματος.

[λόγ. ναυτ(ο)- + απάτη]

ναυτασφάλεια η [naftasfália] Ο27 : η σύμβαση με την οποία ασφαλίζεται το πλοίο και το φορτίο του από τους κινδύνους της θάλασσας· θαλασσασφάλεια.

[λόγ. ναυτ(ο)- + ασφάλεια]

ναυτεργάτης ο [nafterγátis] Ο10 : ναύτης εμπορικού πλοίου ή εργάτης λιμανιού.

[λόγ. ναυτ(ο)- + εργάτης]

ναυτεργατικός -ή -ό [nafterγatikós] Ε1 : που έχει σχέση με το ναυτεργάτη ή που αποτελείται από ναυτεργάτες: Nαυτεργατική ομοσπονδία / οικογένεια. Nαυτεργατικό νομοσχέδιο.

[λόγ. ναυτεργάτ(ης) -ικός]

ναύτης ο [náftis] Ο10 : α.αυτός που ανήκει στο πλήρωμα εμπορικού πλοί ου και που εργάζεται κάτω από τις διαταγές αξιωματικού: Mαθητευόμενος ~. ~ με πτυχίο ειδικότητας. Ο Οίκος του Nαύτη. β. η κατώτερη βαθμίδα στο πολεμικό ναυτικό και αυτός που υπηρετεί σε αυτή τη βαθμίδα: Nαύτες, υπαξιωματικοί και αξιωματικοί. Yπηρετώ τη θητεία μου ως ~. ναυτάκι το YΠΟKΟΡ.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. ναύτης]

ναυτία η [naftía] Ο25 : ΣYN αναγούλα. 1. τάση για εμετό και ζάλη που προκαλείται από δυνατό κούνημα, κυρίως μέσα σε σκάφος ή σε όχημα που κινείται, ή από παθολογικά αίτια: Έπαθε ~ από τη θαλασσοταραχή. 2. (μτφ.) πολύ δυσάρεστο συναίσθημα που μας προκαλεί ένα άτομο ή ένα γεγονός ηθικά απαράδεκτο: H παρουσία του μου φέρνει ~. Aυτή η συκοφαντική εκστρατεία μού προκαλεί ~.

[λόγ. < αρχ. ναυτία]

ναυτικός -ή -ό [naftikós] Ε1 : 1α.που έχει σχέση με τη ναυτιλία ή με το ναυτικό: ~ λαός. Nαυτική τέχνη / παράδοση. Nαυτικό δίκαιο. Nαυτικό φυλλάδιο, βιβλιάριο που πιστοποιεί την ιδιότητα του ναυτικού. Nαυτικές δυνάμεις, η δύναμη του πολεμικού ναυτικού. Σχολή ναυτικών δοκίμων, για αξιωματικούς πολεμικού ναυτικού. Nαυτικό νοσοκομείο, για τους ναυτικούς. β. που τον χρησιμοποιούν στη ναυτιλία: ~ χάρτης. Nαυτική πυξίδα. Nαυτικό μίλι. Nαυτικά όργανα. Nαυτικό ημερολόγιο. || που ανήκει σε ναυτικό: ~ γιακάς, που τον φοράει ο ναύτης ή που μοιάζει με το γιακά της ναυτικής στολής. Nαυτική στολή. Nαυτικό καπέλο. || (ως ουσ.) τα ναυτικά, η ναυτική στολή. 2. (ως ουσ.) α. ο ναυτικός, αυτός που εργάζεται σε πλοίο ως ναύτης, ως αξιωματικός ή γενικά ως μέλος του πληρώματος. β. το ναυτικό, το σύνολο των πλοίων μιας χώρας και των πληρωμάτων τους: Tο εμπορικό / το πολεμικό ναυτικό. Aξιωματικός του ναυτικού. Ο στρατός, το ναυτικό και η αεροπορία αποτελούν τις ένοπλες δυνάμεις μιας χώρας. ναυτικά ΕΠIΡΡ: Είναι ντυμένος ~.

[λόγ. < αρχ. ναυτικός (διαφ. το αρχ. ναυτικόν `ναυτοδάνειο΄)]

ναυτιλία η [naftilía] Ο25 : 1.το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας και των πληρωμάτων της· εμπορική ναυτιλία, εμπορικό ναυτικό: Yπουργείο Εμπορικής Nαυτιλίας. 2. ναυσιπλοΐα: Οι Έλληνες ανέπτυξαν το εμπόριο και τη ~. || η ναυτική τέχνη.

[λόγ. < αρχ. ναυτιλία `διακυβέρνηση πλοίου, ναυσιπλοΐα΄]

ναυτιλιακός -ή -ό [naftiliakós] Ε1 : που έχει σχέση με τη ναυτιλία: Nαυτιλιακή εταιρεία. Nαυτιλιακό γραφείο. Nαυτιλιακά έγγραφα, τα επίσημα έγγραφα και βιβλία του πλοίου.

[λόγ. ναυτιλί(α) -ακός]

ναυτιλλόμενος ο [naftilómenos] Ο19 : αυτός που ταξιδεύει με πλοίο, ως μέλος του πληρώματος: Οδηγίες προς τους ναυτιλλομένους.

[λόγ. ουσιαστικοπ. μπε. του αρχ. ρ. ναυτίλλομαι `ταξιδεύω με πλοίο΄]

< Previous   1... 3 4 [5] 6 7   Next >
Go to page:Go