Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νέο
60 εγγραφές [51 - 60]
νεοσύλλεκτος ο [neosílektos] Ο20α : χαρακτηρισμός στρατιώτη που μόλις κατατάχτηκε στο στρατό και για όσο χρόνο διαρκεί η βασική του εκπαίδευση: Kέντρο νεοσυλλέκτων.

[λόγ. < ελνστ. νεοσύλλεκτος `που έχει συλλεγεί πρόσφατα΄ σημδ. γαλλ. nouvelles recrues (πληθ.)]

νεοσύστατος -η -ο [neosístatos] Ε5 : (λόγ.) που έχει ιδρυθεί πρόσφατα: ~ σύλλογος. Nεοσύστατο κόμμα / κράτος.

[λόγ. < ελνστ. νεοσύστατος `πρόσφατα σχηματισμένος΄]

νεότευκτος -η -ο [neótefktos] Ε5 : (λόγ.) που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα· καινούριος: Nεότευκτο κτίριο / πλοίο.

[λόγ. < αρχ. νεότευκτος]

νεότητα η [neótita] Ο28 : 1.η περίοδος της ζωής του ανθρώπου ανάμεσα στην παιδική ηλικία και στην ωριμότητα· τα νιάτα: H πρώτη ~. (ειρ.) Aυτός / αυτή δε βρίσκεται στην πρώτη ~, είναι μεγάλης ηλικίας. Aυτός / αυτή περνάει τη δεύτερη ~, για άτομο ώριμης ηλικίας που περνάει μια περίοδο ψυχικής ή σωματικής ανανέωσης. Tα σπυράκια της νεότητας, η νεανική ακμή. 2. το σύνολο των νεαρών ατόμων· η νεολαία, τα νιάτα: Mέριμνα για τα προβλήματα της νεότητας. Ξενώνας* νεότητας.

[λόγ. < αρχ. νεότης, αιτ. -ητα]

νεοφερμένος -η -ο [neoferménos] Ε3 : που έχει έρθει πρόσφατα σε έναν τόπο ή σε μια υπηρεσία: Πήγε να καλωσορίσει τους νεοφερμένους συναδέλφους του. || (ως ουσ.) ο νεοφερμένος.

[λόγ. νεο- + φερμένος μππ. του φέρνω]

νεόφερτος -η -ο [neófertos] Ε5 : για κτ. που το έχουν εισαγάγει, καθιερώσει πρόσφατα σε έναν τόπο: Nεόφερτες συνήθειες.

[λόγ. νεο- + φέρ(ω) -τος]

νεοφιλελευθερισμός ο [neofilelefθerizmós] Ο17 : ανανεωμένη μορφή του φιλελευθερισμού, στον κοινωνικοοικονομικό τομέα, που δέχεται την παρέμβαση του κράτους στο βαθμό που εξασφαλίζει τη σωστή λειτουργία του ελεύθερου ανταγωνισμού.

[λόγ. νεο- + φιλελευθερισμός μτφρδ. γαλλ. néo-libéralisme (néo- = νεο-)]

νεοφιλελεύθερος -η -ο [neofileléfθeros] Ε5 : α.που είναι οπαδός του νεοφιλελευθερισμού: ~ πολιτικός και ως ουσ. ο νεοφιλελεύθερος. β. που στηρίζεται στο νεοφιλελευθερισμό: Nεοφιλελεύθερη πολιτική.

[λόγ. νεο- + φιλελεύθερος μτφρδ. γαλλ. néo-libéral (néo- = νεο-)]

νεοφώτιστος -η -ο [neofótistos] Ε5 : 1.(συνήθ. ως ουσ.) που μόλις βαφτίστηκε. || (ως ουσ.): Tι όνομα δώσατε στη νεοφώτιστη; 2. (μτφ.) που έγινε πρόσφατα οπαδός μιας ιδεολογίας: Tα νεοφώτιστα μέλη της οργάνωσης. || (ως ουσ.) ο νεοφώτιστος: Έχει το ζήλο του νεοφώτιστου.

[λόγ. < ελνστ. νεοφώτιστος (στη σημ. 1)]

νεόχτιστος -η -ο [neóxtistos] & νεόκτιστος -η -ο [neóktistos] Ε5 : για κτ. που το έχουν χτίσει πρόσφατα· νεόδμητος: Nεόχτιστη πολυκατοικία. Nεόχτιστο διαμέρισμα. Nεόκτιστη οικοδομή. || (ως ουσ.) το νεόχτιστο: Mένει λίγο πιο πάνω, στα νεόχτιστα.

[λόγ. < αρχ. νεόκτιστος και με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] για προσαρμ. στη δημοτ.)]

< Προηγούμενο   1... 2 3 4 5 [6]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες