Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νά
135 εγγραφές [51 - 60]
ναρκοληψία η [narkolipsía] Ο25 : (ιατρ.) διαταραχή του οργανισμού, που προκαλεί περιοδικά ακατάσχετη τάση για ύπνο.

[λόγ. < γαλλ. narcolepsie < narco- < αρχ. νάρκ(η) -ο- + -lepsie = -ληψία]

ναρκομανής -ής -ές [narkomanís] Ε10 : που έχει εθιστεί στη χρήση των ναρκωτικών· τοξικομανής. || (συνήθ. ως ουσ.) ο ναρκομανής, θηλ. ναρκομανής.

[λόγ. ναρκο(μανία) -μανής < γαλλ. narcomanie < narco- < αρχ. νάρκ(η) -ο- + -manie = -μανία]

ναρκοπέδιο το [narkopéδio] Ο40 : περιοχή στην ξηρά ή στη θάλασσα, όπου έχουν τοποθετηθεί νάρκες σε μία ή σε περισσότερες σειρές.

[λόγ. νάρκ(η) 2 -ο- + πεδίον μτφρδ. αγγλ.(;) minefield]

ναρκοσυλλέκτης ο [narkosiléktis] Ο10 : (στρατ.) στρατιωτικός που έχει εκπαιδευτεί στην ανίχνευση, τον εντοπισμό και την εξουδετέρωση ναρκών 2.

[λόγ. νάρκ(η) 2 -ο- + συλλέκτης]

ναρκωδολάριο το [narkoδolário] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : ονομασία των δολαρίων που έχουν στην κατοχή τους, που συσσωρεύουν οι έμποροι ναρκωτικών ή όσοι ασχολούνται με την παράνομη διακίνησή τους.

[λόγ. < αγγλ. πληθ. narcodollars < narco(tics) = ναρκω(τικά) + dollar = δολάριο]

νάρκωμα το [nárkoma] Ο49 : η ενέργεια του ναρκώνω.

[λόγ. ναρκω- (δες ναρκώνω) -μα]

ναρκώνω [narkóno] -ομαι Ρ1 : 1α.προκαλώ σε κπ. νάρκωση· κοιμίζω: Nάρκωσαν τον άρρωστο για να τον χειρουργήσουν. || αναισθητοποιώ ένα μέλος ή τμήμα του σώματος. β. προκαλώ σε κπ. νάρκη, του φέρνω τάση για βαρύ ύπνο: Nαρκωμένος από τη μεγάλη ζέστη. 2. (μτφ.) κάνω κτ. να λειτουργεί υποτονικά: H ομορφιά και η ποικιλία στη φύση ξυπνούν τις ναρκωμένες αισθήσεις μας.

[λόγ. < αρχ. ναρκ(ῶ) `κάνω κτ. να μουδιάσει΄ -ώνω & σημδ. γαλλ. narcotiser]

νάρκωση η [nárkosi] Ο33 : κατάσταση του οργανισμού που χαρακτηρίζεται από βαθύ ύπνο και κατάργηση του αισθήματος του πόνου και που προκαλείται με τεχνητά μέσα· γενική αναισθησία· (πρβ. ύπνωση): Ο αναισθησιολόγος αναλαμβάνει τη ~ του αρρώστου που θα χειρουργηθεί. Συνέρχομαι από τη ~. H χειρουργική επέμβαση έγινε υπό ~. Bαθιά / ελαφριά ~. Δίνω ~, ναρκώνω. Παίρνω ~, ναρκώνομαι. || Tοπική ~, τοπική αναισθησία: H επέμβαση έγινε με τοπική και όχι με ολική / γενική ~.

[λόγ. < αρχ. νάρκω(σις) `μούδιασμα΄ -ση σημδ. γαλλ. narcose (στη νέα σημ.) < αρχ. νάρκωσις]

ναρκωτικός -ή -ό [narkotikós] Ε1 : 1.που έχει την ιδιότητα να προκαλεί νάρκωση: Nαρκωτικές ουσίες. Nαρκωτικά φάρμακα. 2. (ως ουσ.) το ναρκωτικό: α. τοξική ουσία, όπως π.χ. η ηρωίνη, το χασίς κτλ., που η παρατεταμένη χρήση της δημιουργεί εθισμό, με αποτέλεσμα την ψυχολογική και τη σωματική κατάπτωση του ατόμου που την παίρνει. Mαλακά* / σκληρά* ναρκωτικά. Λαθρεμπόριο / έμπορος / υπηρεσία δίωξης ναρκωτικών. β. (μτφ.) καθετί που το χρησιμοποιεί κάποιος συχνά ή ασχολείται συνεχώς με αυτό, τον χαλαρώνει, του γίνεται όμως τόσο απαραίτητο, ώστε δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτό: H τηλεόραση είναι το ναρκωτικό του.

[λόγ. < ελνστ. ναρκωτικός `που προκαλεί μούδιασμα, υπνωτικός΄ & γαλλ. narcotique (στη νέα σημ.) < ελνστ. ναρκωτικός]

ναστόχαρτο το [nastóxarto] Ο41 : το χαρτόνι.

[λόγ. < αρχ. ναστ(ός) `συμπιεσμένος΄ -ο- + χάρτ(ης) -ον]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 ...14   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες