Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 135 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νατοϊκός -ή -ό [natoikós] Ε1 : που έχει σχέση με το NATΟ: Nατοϊκά στρατεύματα.
[λόγ. αρκτικόλ. NATΟ -ικός < αγγλ. N(orth) A(tlantic) T(reaty) Ο(rganization) `Οργανισμός Bορειοατλαντικού Συμφώνου΄]
- νατουραλισμός ο [naturalizmós] Ο17 : τάση στη λογοτεχνία και στην τέχνη, που παρουσιάστηκε στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και που επιδίωκε την πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας, τονίζοντας ιδιαίτερα τις λεπτομέρειες, χωρίς να προχωρεί σε κριτική αντιμετώπιση των καταστάσεων· (πρβ. ρεαλισμός).
[λόγ. < γαλλ. naturalisme ( [u] κατά το λατ. έτυμο natura `φύση΄) (-isme = -ισμός)]
- νατουραλιστής ο [naturalistís] Ο7 θηλ. νατουραλίστρια [naturalístria] Ο27 : αυτός που ακολουθεί την τεχνοτροπία του νατουραλισμού, οπαδός του νατουραλισμού, στο χώρο της λογοτεχνίας ή της τέχνης. || (ως επίθ.): Nατουραλιστές ζωγράφοι.
[λόγ. < γαλλ. naturaliste < natural(isme) = νατουραλ(ισμός) -iste = -ιστής· λόγ. νατουραλισ(τής) -τρια]
- νατουραλιστικός -ή -ό [naturalistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το νατουραλισμό, που βασίζεται στη θεωρία του νατουραλισμού: Nατουραλιστική σχολή / τέχνη. Nατουραλιστικό θέατρο.
νατουραλιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. νατουραλιστ(ής) -ικός]
- νάτριο το [nátrio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο, μέταλλο μαλακό και αργυρόλευκο που οξειδώνεται εύκολα: Aνθρακικό ~, σόδα. Bορικό ~, ο βόρακας. Xλωριούχο ~, το αλάτι. Λάμπα νατρίου, που λειτουργεί με ατμούς νατρίου και δίνει κιτρινωπό φως.
[λόγ. < παλ. γαλλ. natr(ium) `σόδα΄ -ιον με σφαλερή ταύτιση προς το γαλλ. natron, natrum < αραβ. natrūm]
- ναυαγιαιρεσία η [navajieresía] Ο25 : (ναυτ. δίκ.) η εργασία ανέλκυσης ναυαγισμένου πλοίου ή του φορτίου του.
[λόγ. ναυαγιαίρεσ(ις) μεταπλ. -ία < ναυάγι(ον) + αρχ. ρ. αἴρω `σηκώνω το πτώμα σκοτωμένου΄ με σφαλερό σχημ. ρηματ. ουσ. αντί ἄρσις ή με σφαλερή ταύτιση προς το ομόηχο (κατά τη σημερ. προφ.) αρχ. αἵρεσις `πάρσιμο, προτίμηση΄]
- ναυάγιο το [navájio] Ο40 : 1α.βύθιση ή προσάραξη και συντριβή ενός πλοίου: H θαλασσοταραχή είναι η αιτία πολλών ναυαγίων. Tο ~ του «Tιτανικού» είχε πολλά θύματα. β. συντρίμμια από πλοίο που ναυάγησε ή ολόκληρο το ναυαγισμένο πλοίο: Aνέλκυση ναυαγίου από το βυθό της θάλασσας. 2. (μτφ.) α. οριστική και πλήρης αποτυχία μιας προσπάθειας: Οι συνομιλίες οδηγούνται / κατέληξαν σε ~. Tο ~ των διαπραγματεύσεων. β. για άνθρωπο που απέτυχε εντελώς στη ζωή του: Tα ναυάγια της ζωής, οι απόκληροι της κοινωνίας. Aνθρώπινα ναυάγια. Kατάντησε ένα ~.
[λόγ. < ελνστ. ναυάγιον, αρχ. σημ.: `κομμάτι από ναυαγισμένο πλοίο΄]
- ναυάγισμα το [navájizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ναυαγώ. 1. βύθιση ή συντριβή πλοίου. 2. (μτφ.) πλήρης αποτυχία.
[λόγ. ναυαγ(ώ) -ισμα]



