Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μύστης ο [místis] Ο10 : 1. αυτός που μυήθηκε σε θρησκευτική διδασκαλία ή τελετή προσιτή σε λίγους: Mυστηριακή τελετή που μόνο οι μύστες μπορούσαν να την παρακολουθήσουν. || (λόγ. επέκτ.) μυημένος σε οτιδήποτε άλλο. 2. δημιουργός θρησκείας ή θρησκευτικής θεωρίας: Οι μεγάλοι μύστες της αρχαιότητας / του Mεσαίωνα. || (λόγ., επέκτ.) βαθύς γνώστης ιδίως ορισμένης επιστήμης ή τέχνης.
[λόγ. < αρχ. μύστης]