Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μόστρα η [móstra] Ο25α : 1. το εκλεκτότερο τμήμα από κάθε ποσότητα εμπορευμάτων που το βάζουν μπροστά για να προσελκύουν τους πελάτες: Πληρώνω κάτι παραπάνω αλλά αγοράζω τη ~. (έκφρ.) έχω κτ. για ~, το έχω μόνο για να προκαλώ εντύπωση. 2α. (οικ.) η πρόσοψη κάθε πράγματος. || (ραπτ.): H ~ του ρούχου, το μπροστινό μέρος του. β. (λαϊκ.) το ανθρώπινο πρόσωπο: Tου έδωσε μια γροθιά και του χάλασε τη ~.
[μσν. μόστρα `στρατιωτική επίδειξη, δείγμα εμπορεύματος΄ < ιταλ. mostra `παρουσίαση, επίδειξη, βιτρίνα΄]
- μοστράρω [mostráro] -ομαι Ρ6 : (οικ.) εκθέτω, επιδεικνύω κτ.: Mοστράρισε τα καινούρια του παπούτσια.
[ιταλ. mostrar(e) -ω]