Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόνο
121 εγγραφές [61 - 70]
μονομελής -ής -ές [monomelís] Ε10 : που αποτελείται από ένα μόνο μέλος· (πρβ. πολυμελής): Tο μονομελές δικαστήριο και ως ουσ. το μονομελές, που έχει ένα μόνο δικαστή.

[λόγ. < αρχ. μονομελής `που αποτελείται από ένα μέλος του σώματος΄]

μονομέρεια η [monoméria] Ο27 : η ιδιότητα εκείνου που είναι μονομερής καθώς και η σχετική κατάσταση: H ~ των απόψεων / των συλλογισμών κάποιου. Πάθη που οδηγούν στη ~, στο φανατισμό και στην αδιαλλαξία.

[λόγ. < ελνστ. μονομέρεια]

μονομερής -ής -ές [monomerís] Ε10 : 1α. που αφορά ένα μόνο τμήμα του συνόλου και παραβλέπει τα άλλα· μονόπλευρος: ~ οικονομική ανάπτυξη ορισμένων περιοχών της χώρας. β. που δεν είναι πλήρης ή αντικειμενικός, που εξετάζει τη μία μόνο πλευρά ενός ζητήματος, θέματος κτλ.· μονόπλευρος: ~ μόρφωση / έρευνα. ~ ιστορική ανάλυση. 2. (νομ.) που αφορά ένα από τα δύο σχετιζόμενα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά: ~ υποχρέωση. ~ καταγγελία μιας σύμβασης, που γίνεται από το ένα μόνο πρόσωπο. μονομερώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. μονομερής, μονομερῶς]

μονομεταλλισμός ο [monometalizmós] Ο17 : σύστημα νομισματικής κυκλοφορίας που στηρίζεται στη χρησιμοποίηση ενός μόνο πολύτιμου μετάλλου, συνήθ. του χρυσού ή του αργύρου, ως μέτρου των οικονομικών αξιών, ενώ τα άλλα μέταλλα έχουν περιορισμένη μόνο εξοφλητική ικανότητα· (πρβ. διμεταλλισμός).

[λόγ. < γαλλ. monométallisme < mono- = μονο- + métal < λατ. metallum < αρχ. μέταλλ(ον) -isme = -ισμός]

μονομιάς [monomnás] επίρρ. τροπ. : 1. ξαφνικά: Πετάχτηκε ~ να βοηθήσει. Ξεχύθηκαν ~ στους δρόμους, να πανηγυρίσουν τη νίκη. 2. με μια κίνηση: Έσβησε όλα τα κεριά ~. ~ ρούφηξε το γάλα του, μονοκοπανιά.

[< φρ. μόνο μιας κατά το μεμιάς]

μονόμπαντα [monóbanda] & μονόπαντα [monópanda] επίρρ. : από τη μία μόνο πλευρά: Tα κύματα χτυπούσαν το πλοίο ~.

[μονο- + μπάντα 1, πάντα (διαφ. το επίρρ. πάντα)]

μονοξείδιο το [monoksíδio] Ο40 : (χημ.) οξείδιο του οποίου το μόριο έχει ένα μόνο άτομο οξυγόνου.

[λόγ. < διεθ. mon(o)- = μον(ο)- + oxide = οξείδιον]

μονόξυλο το [monóksilo] Ο41 : στενόμακρη βάρκα κατασκευασμένη από ένα χοντρό κορμό δέντρου που τον έχουν κάνει κοίλο.

[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. μονόξυλα τά (ενν. πλοῖα)]

μονοπάτι το [monopáti] Ο44 : 1. πολύ στενός και συνήθ. ανώμαλος δρόμος κυρίως στο ύπαιθρο, ο οποίος είναι βατός μόνο από ανθρώπους ή ζώα: Mεγάλωσαν οι θάμνοι κι έκλεισαν τα μονοπάτια. Kρυφό / άγνωστο ~. 2. (μτφ.) ενέργειες που γίνονται για την πραγματοποίηση ενός δύσκολου σκοπού: Tα δύσκολα μονοπάτια της αρετής. ΠAΡ Tο καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο ~, ο ικανός άνθρωπος ξέρει ή βρίσκει πολλούς τρόπους για να αντιμετωπίζει εμπόδια ή αδιέξοδα. μονοπατάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν. μονοπάτι < μονοπάτι(ο)ν < μονόπατ(ος) (< μονο- + πατ(ώ) -ος) -ιον]

μονόπατος -η -ο [monópatos] Ε5 : μονώροφος.

[μονο- + πάτ(ος) -ος (πάτος `πάτωμα΄ < ελνστ. πάτος)]

< Προηγούμενο   1... 5 6 [7] 8 9 ...13   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες