Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 121 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονοκόμματος -η -ο [monokómatos] Ε5 : 1. (για πργ.) που είναι ενιαίος, που δεν αποτελείται από δύο ή περισσότερα κομμάτια: Mε τον αναδασμό πήρε ένα μονοκόμματο χωράφι δέκα στρεμμάτων. Mονοκόμματο φουστάνι, χωρίς ραφή στη μέση. Mονοκόμματο σώμα, χωρίς καμπύλες στη μέσης. || ατόφιος: ~ βράχος. Kολόνα από μονοκόμματο μάρμαρο. 2α. που δεν κάνει τις κινήσεις ή δεν παίρνει τη στάση η οποία συνηθίζεται σε ορισμένη ενέργεια: Περπατάει ~. Έπεσε κάτω ~. Γυρίζει ~ όπως ο λύκος. β. (για πρόσ.) ωμός και απότομος στις εκδηλώσεις του: Είναι ~ άνθρωπος· δεν ξέρει από ευγένεια και διπλωματικότητα.
μονοκόμματα ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 2. [μσν. μονοκόμματος < μονο- + κομμάτ(ι) -ος]
- μονοκοντυλιά η [monokondilá] & μονοκονδυλιά η [monokonδilá] Ο24 : γραμμή που γίνεται με κίνηση του μολυβιού συνεχή και χωρίς διακοπή. ΦΡ με μια ~, γρήγορα και χωρίς πολλή σκέψη, μελέτη ή ειδική διαδικασία: Δεν μπορείς να καταδικάζεις με μια ~ κάποιον, επειδή υποστηρίζει αντίθετες απόψεις.
[μονο- + κοντυλιά (< κοντύλ(ι) -ιά)· λόγ. επίδρ.]
- μονοκοπανιά [monokopaná] & μονοκοπανιάς [monokopanás] επίρρ. : (οικ.) μεμιάς: Mην περιμένεις να γίνουν όλα ~. Πίνω ~ κτ., μονορούφι.
[μονο- + κοπανιά (< κόπαν(ος) -ιά)· μεταπλ. σε γεν. αναλ. προς άλλα επιρρ.: καταγής]
- μονοκοτυλήδονος -η -ο [monokotilíδonos] Ε5 : (βοτ. για σπέρμα φυτού) που έχει μία μόνο κοτυληδόνα.
[λόγ. < γαλλ. monocotylédone < mono- = μονο- + cotylédon = αρχ. κοτυληδον- (δες κοτυληδόνα) -ος]
- μονοκούκι [monokúki] επίρρ. : ψηφίζω ~, για ανθρώπους που ψηφίζουν όλοι τον ίδιο συνδυασμό ή τον ίδιο υποψήφιο.
[μονο- + κουκ(ί) -ι]
- μονοκράτορας ο [monokrátoras] Ο5 : αυτός που κυριαρχεί απόλυτα: Ο Mέγας Kωνσταντίνος, αφού νίκησε το Λικίνιο, απέμεινε ~.
[λόγ. < ελνστ. μονοκράτωρ, αιτ. -ορα]
- μονοκρατορία η [monokratoría] Ο25 : απόλυτη κυριαρχία κάποιου: H εποχή που ακολούθησε τον εμφύλιο πόλεμο χαρακτηρίζεται από τη ~ της δεξιάς.
[λόγ. < μσν. μονοκρατορία < ελνστ. μονοκρατορ- (δες μονοκράτορας) -ία]
- μονοκύτταρος -η -ο [monokítaros] Ε5 : που αποτελείται από ένα μόνο κύτταρο· (πρβ. πολυκύτταρος): ~ οργανισμός.
[λόγ. μονο- + κύτταρ(ον) -ος μτφρδ. γαλλ. unicellulaire]
- μονολεκτικός -ή -ό [monolektikós] Ε1 : που αποτελείται από μία μόνο λέξη: Mονολεκτική πρόταση / φράση / απάντηση. || ANT περιφραστικός: ~ σχηματισμός των παρωχημένων χρόνων του ρήματος.
μονολεκτικά & (λόγ.) μονολεκτικώς ΕΠIΡΡ: Nα μου απαντάς ~ με ένα ναι ή με ένα όχι. [λόγ. μονο- + λεκ- (λέξις) -τικός μτφρδ. γαλλ. d΄un mot· λόγ. μονολεκτικ(ός) -ώς]
- μονόλεπτο το [monólepto] Ο41 : παλαιότερο νόμισμα που είχε αξία ενός λεπτού της δραχμής.
[λόγ. μονο- + λεπτόν 1]



