Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 121 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονόκαννος -η -ο [monókanos] Ε5 : (για όπλο) που έχει μια μόνο κάννη· (πρβ. δίκαννος): Mονόκαννη καραμπίνα.
[λόγ. μονο- + κάνν(η) -ος]
- μονοκατοικία η [monokatikía] Ο25 : σπίτι προορισμένο για κατοικία μιας μόνο οικογένειας· (πρβ. διπλοκατοικία, πολυκατοικία): Mία ~ με αυλή και κήπο.
[λόγ. μονο- + κατοικία κατά το αρχ. συνοικία (δες λ., που όμως αναλύεται: σύνοικ(ος) -ία) μτφρδ. γαλλ. (maison) à une habitation]
- μονόκερος ο [monókeros] Ο20 : μυθικό ζώο με μορφή αλόγου και ένα μεγάλο κέρατο στο μέσο του μετώπου.
[λόγ. < ελνστ. μονόκερος < αρχ. επίθ. μονόκερως]
- μονοκινητήριος -α -ο [monokinitírios] Ε6 : που διαθέτει ένα μόνο κινητήρα· (πρβ. δικινητήριος, τετρακινητήριος): Mονοκινητήριο αεροπλάνο.
[λόγ. μονο- + κινητήρ (δες κινητήρας) -ιος μτφρδ. αγγλ. single-engine]
- μονοκίνι το [monokíni] Ο (άκλ.) : γυναικείο μαγιό μπικίνι που αποτελείται μόνο από το κάτω μέρος.
[αγγλ. monokini < mono- = μονο- + -kini κατά το bikini = μπικίνι]
- μονόκλ το [monókl] Ο (άκλ.) : μικρός φακός που προσαρμόζεται στην κοιλότητα του ενός ματιού χωρίς κανένα άλλο εξάρτημα: Φορούσε ~ και ψηλό καπέλο.
[λόγ. < γαλλ. monocle < υστλατ. monoculus `μονόφθαλμος΄ (mon(o)- = μον(ο)-)]
- μονόκλινος -η -ο [monóklinos] Ε5 : (για δωμάτιο ιδίως ξενοδοχείου) που έχει ένα μόνο κρεβάτι. || (ως ουσ.) το μονόκλινο: Έκλεισα ένα μονόκλινο για το Σαββατοκύριακο.
[λόγ. μονο- + κλίν(η) -ος μτφρδ. γαλλ. chambre à un lit ή γερμ. Εinbettzimmer (πρβ. ελνστ. μονόκλινον `κρεβάτι μόνο για έναν΄, δηλ. φέρετρο)]
- μονόκλιτος -η -ο [monóklitos] Ε5 : (αρχιτ., για εκκλησία) που αποτελείται από ένα μόνο κλίτος: Mονόκλιτη βασιλική.
[λόγ. μονο- + κλίτ(ος) -ος (διαφ. το ελνστ. μονόκλιτος `άκλιτος΄)]
- μονόκλωνος -η -ο [monóklonos] Ε5 : (ιδίως για φυτό) που έχει ένα μόνο βλαστό. ANT πολύκλωνος: ~ βασιλικός. || Mονόκλωνο νήμα, που αποτελείται από μία μόνο κλωστή.
[λόγ. < ελνστ. μονόκλωνος]
- μονοκομματικός -ή -ό [monokomatikós] Ε1 : που υπάρχει ή λειτουργεί κτλ. με ένα μόνο πολιτικό κόμμα· (πρβ. δικομματικός, πολυκομματικός): Mονοκομματικό κράτος. Mονοκομματική κυβέρνηση, στην οποία μετέχει ένα μόνο κόμμα. Είναι ασύμφορη, αν όχι επικίνδυνη, η μονοκομματική διαχείριση των εθνικών θεμάτων, η διαχείρισή τους από ένα μόνο κόμμα.
[λόγ. μονο- + κομματ- (κόμμα) -ικός μτφρδ. γερμ. Εinparteien-]



