Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μωαμεθανισμός ο [moameθanizmós] Ο17 : η θρησκεία που ίδρυσε ο Mωάμεθ· ισλαμισμός, μουσουλμανισμός.
[λόγ. μωαμεθαν(ός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. mahométisme]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. μωαμεθαν(ός) -ισμός μτφρδ. γαλλ. mahométisme]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |