Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυώδης
1 εγγραφή
μυώδης -ης -ες [mióδis] Ε11 : που οι μύες του είναι σκληροί, ογκώδεις και ευδιάκριτοι: Mυώδες και ρωμαλέο σώμα.

[λόγ. < ελνστ. μυώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες