Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μυριο- [mirjo] & μυριό- [mirjó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μυρι- [miri] ή [mirj], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] & μυριά- [miriá] (βλ. σημ. II) : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. I. (κυρ. λογοτ., λαϊκότρ.) με επιτατική λειτουργία, συχνά ισοδύναμο με το χιλιο- 1: 1. σε σύνθετα ρήματα και τα παράγωγά τους δηλώνει ότι γίνεται πολλές, αναρίθμητες φορές η ενέργεια που εκφράζει το β' συνθετικό: ~αναστενάζω, ~επαινώ, ~ευχαριστώ, ~κατηγορώ· ~μπαλωμένος, ~χρωματισμένος· ~στόλιστος. 2. σε σύνθετα επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει: α. πολλές, αναρίθμητες φορές το στοιχείο που εκφράζει το β' συνθετικό: μυριόδεντρος, μυριόκλωνος, μυριόριζος. β. σε μεγάλο βαθμό την ιδιότητα που συνεπάγεται ή εκφράζει το β' συνθετικό: μυριάκριβος, ~παράξενος, μυριόπλουτος. II. (λόγ., επιστ.) με τη σημασία του αναρίθμητος: μυριάνθρωπος, πολυάνθρωπος· (ζωολ.) μυριάποδα· μυριάμετρο, μέτρο μήκους που ισοδυναμεί με δέκα χιλιάδες μέτρα.
[μσν. μυρι(ο)- < θ. του αρχ. μύρι(οι) -ο- ως α' συνθ.: μσν. μυριο-δοξάζω, μυρι-ευχαριστώ, μυριο-κακότοιχος]



