Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπότα η [bóta] Ο25α : παπούτσι κλειστό και ψηλό έτσι ώστε να καλύπτει το πόδι συνήθ. ως το γόνατο: Ψηλές / χαμηλές μπότες. Δερμάτινες / λαστιχένιες / πλαστικές μπότες. Aντρικές / γυναικείες / στρατιωτικές μπότες. || Ο ελληνικός λαός επί τέσσερα χρόνια στέναζε κάτω από τη γερμανική ~, ως αναφορά στην Kατοχή.
μποτάκι το YΠΟKΟΡ. [παλ. ιταλ. botta & γαλλ. bott(e) -α]



