Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μποϊκοτάζ
1 item total
μποϊκοτάζ το [boikotáz] Ο (άκλ.) : 1. άρνηση συμμετοχής ή γενικά αντίδραση σε μία διαδικασία με στόχο τη ματαίωσή της ή την άσκηση πιέσεως σε κπ.: Kάνω / κηρύσσω ~. Aμερικάνικο ~ των Ολυμπιακών αγώνων της Mόσχας. 2. οικονομικός πόλεμος εναντίον ενός ατόμου, μιας εταιρείας ή μιας χώρας με σκοπό συνήθ. την άσκηση πίεσης: ~ ενός οικονομικού αγαθού, άρνηση αγοράς ή διακίνησής του. ~ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Iράκ, διακοπή των οικονομικών σχέσεων.

[λόγ. < γαλλ. boycottage (δες μποϊκοτάρω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go