Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπουλόνι το [bulóni] Ο44 : μεταλλική βίδα με κεφάλι που στην άλλη άκρη στερεώνεται με χωριστό εξάρτημα, συνήθ. με παξιμάδι, και χρησιμοποιείται για τη σύνδεση δύο μερών ενός μηχανισμού ή των μερών μεταλλικής ή άλλης κατασκευής.
[γαλλ. boulon -ι]