Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μποτιλιάρισμα
1 item total
μποτιλιάρισμα το [botilárizma] Ο49 : 1α. πληθώρα οχημάτων που προκαλεί μεγάλη επιβράδυνση ή πλήρη διακοπή της κυκλοφορίας· κυκλοφοριακή συμφόρηση: Συχνά μποτιλιαρίσματα συμβαίνουν κατά τις ώρες της κυκλοφοριακής αιχμής. β. αποκλεισμός πλοίου σε λιμάνι. 2. συσκευα σία υγρού μέσα σε μπουκάλι.

[μποτιλιαρισ- (μποτιλιάρω) -μα μτφρδ. γαλλ. embouteillage]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go