Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπινές
1 εγγραφή
μπινές ο [binés] Ο13 : (λαϊκ.) 1. παθητικός και ενεργητικός ομοφυλόφιλος. 2. ως υβριστική προσφώνηση ή αναφορά σε κπ.

[τουρκ. ibne `πούστης΄ (από τα αραβ.) με μετάθ. του [b] για διευκόλυνση της άρθρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες