Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπαρμπα- [barba] (άκλ.) : (οικ.) προτακτικό που μπαίνει πριν από αντρι κό όνομα ως προσφώνηση ή αναφορά για πρόσωπο μεγάλης ή συγκριτικά πολύ μεγαλύτερης ηλικίας και ακολουθείται συνήθ. από το ενωτικό (-): Mπαρμπα-Γιώργο, έλα να σου πω κτ. Γιορτάζει ο μπαρμπα-Nικόλας.
[θ. του ουσ. μπάρμπα(ς) ή ιταλ. barba- ως α' συνθ.: BarbaniccolἌ `μπαρμπα-Nικολός΄, με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα (σύγκρ. Aϊ-)]



