Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπαγδατί το [baγδatí] Ο43 : ταβάνι ή μεσότοιχος καμωμένα από λεπτά επιμήκη ξύλα καλυμμένα με ασβεστοκονίαμα.
[τουρκ. Bağdatî (από τα αραβ., τοπων. Βαγδάτη)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[τουρκ. Bağdatî (από τα αραβ., τοπων. Βαγδάτη)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |