Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπέμπελη η [bébeli] Ο32α : (λαϊκότρ.) η ιλαρά. ΦΡ βγάζω την ~, ζεσταίνομαι πολύ.
[σλαβ. pepel `στάχτη΄ -η (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] και προχωρ. αφομ. [b-p > b-b] )]



