Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοχθηρός -ή -ό [moxθirós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από μοχθηρία: ~ άνθρωπος. Mοχθηρή σκέψη / πράξη.
μοχθηρά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. μοχθηρός `απατεώνας, παλιάνθρωπος΄]



