Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 158 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουσικοδιδάσκαλος ο [musikoδiδáskalos] Ο19 : καθηγητής της μουσικής.
[λόγ. μουσικ(ή) -ο- + διδάσκαλος]
- μουσικοκριτικός ο [musikokritikós] Ο17 θηλ. μουσικοκριτικός [musiko kritikós] Ο34 : αυτός που κάνει κριτική μουσικών έργων.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. μουσικοκριτικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- μουσικοκριτικός -ή -ό [musikokritikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στην κριτική της μουσικής: H μουσικοκριτική στήλη της εφημερίδας. 2. (ως ουσ.) α. η μουσικοκριτική, δημοσιογραφία που ασχολείται με την παρουσίαση και την κριτική της μουσικής. β. ο μουσικοκριτικός*.
[λόγ. μουσικ(ή) -ο- + κριτικός]
- μουσικολογία η [musikolojía] Ο25 : επιστήμη που ασχολείται με τη θεωρία, την αισθητική και την ιστορία της μουσικής: Σπουδάζει ~. Σχολή / ινστιτούτο / τμήμα μουσικολογίας.
[λόγ. < γαλλ. musicologie < musico- (< musique = μουσική) + -logie = -λογία]
- μουσικολογικός -ή -ό [musikolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη μουσικολογία: Mουσικολογικές σπουδές.
[λόγ. μουσικολογ(ία) -ικός]
- μουσικολόγος ο [musikolóγos] Ο18 θηλ. μουσικολόγος [musikolóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στη μουσικολογία.
[λόγ. < γαλλ. musicologue < musico- (< musique = μουσική) + -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- μουσικός ο [musikós] Ο17 θηλ. μουσικός [musikós] Ο34 : δημιουργός ή εκτελεστής μουσικών έργων ή δάσκαλος της μουσικής.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. μουσικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- μουσικός -ή -ό [musikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη μουσική: Mουσική νότα / κλίμακα / σύνθεση / γραφή / μορφή. ~ φθόγγος. Mουσικό ταλέντο. ~ τόνος*. ANT δυναμικός τόνος. || Mουσικό αυτί, για άνθρωπο που έχει έμφυτη την ικανότητα να καταλαβαίνει τη μουσική. || (ως ουσ.) ο μουσικός*. α. που δημιουργεί μουσική: Mουσικά όργανα. β. που χαρακτηρίζεται από μουσική: Mουσική βραδιά / κωμωδία. Mουσικό δράμα. 2. που χαρακτηρίζεται από μουσικότητα: ~ ήχος. Ένα από τα τελειότερα και μουσικότερα έργα του ποιητή.
μουσικά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 2. [λόγ.: 1: αρχ. μουσικός `ακόλουθος των Μουσών, άνθρωπος των γραμμάτων, εξασκημένος στη μουσική΄ κατά τη σημ. της λ. μουσική· 2: σημδ. γαλλ. musical]
- μουσικοσυνθέτης ο [musikosinθétis] Ο10 θηλ. μουσικοσυνθέτρια [musi kosinθétria] Ο27 : δημιουργός μουσικού έργου, ιδίως τραγουδιού· (πρβ. μουσουργός).
[λόγ. μουσικ(ή) -ο- + συνθέτης· λόγ. μουσικοσυν θέ(της) -τρια]
- μουσικότητα η [musikótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που έχει τα βασικά στοιχεία (μελωδία, αρμονία, ρυθμό) της μουσικής: Γλώσσα με μεγάλη ~.
[λόγ. μουσικ(ή) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. musicalité]



