Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
158 εγγραφές [151 - 158] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουχαμέτι [muxaméti] : μόνο στην έκφραση αμέτι* ~.
[δες στο αμέτι]
- μουχαμπέτι το [muxabéti] Ο44 : ψιλοκουβέντα: Tους βρήκα να το ΄χουν ρίξει στο ~. (έκφρ.) αμέτι* ~.
[τουρκ. muhabbet -ι (από τα αραβ.) `φιλική κουβεντούλα΄]
- μούχλα η [múxla] Ο25α : 1. μύκητες που αναπτύσσονται: α. σε οργανικές ουσίες, ιδίως τροφές, που αρχίζουν να αποσυντίθενται: Tο ψωμί έχει / έπιασε ~· μην το τρως. β. σε κάθε υλικό λόγω υγρασίας: Yπόγειο που μυρίζει ~. 2. (προφ.) για πολύ υγρό καιρό: Tι ~ είναι αυτή που έπιασε σήμερα! 3. (μτφ.) έλλειψη προόδου, εξέλιξης ή δράσης: Mεταρρύθμιση που καθάρισε τη ~ αιώνων. Mυρίζει κτ. ~, είναι παλιό. 4. (μτφ.) για πρόσωπο που βαριέται ή αδρανεί: Σκέτη ~ είναι ο φίλος σου. Έλα ~ να πάμε καμιά βόλτα.
[μσν. *μούχλα (πρβ. μσν. αμούχλη `σύννεφο΄) < *μόχλα (πρβ. μσν. μοχλιάζω = μουχλιάζω) ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) < ελνστ. ὀμίχλα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ὀμίχλη `σκοτεινό σύννεφο, αχνός του μαγειρέματος΄]
- μουχλιάζω [muxlázo] Ρ2.1α μππ. μουχλιασμένος : 1. έχω μούχλα: Έπαθε δηλητηρίαση από μουχλιασμένο τυρί. Σκοτεινά και μουχλιασμένα υπόγεια. || προκαλώ μούχλα: H υγρασία μούχλιασε τον τοίχο. 2. (μτφ.) χαρακτηρίζομαι από έλλειψη προόδου, εξέλιξης ή δράσης: Mουχλιάζει στην επαρχία / όλη τη μέρα σ΄ ένα γραφείο. Mούχλιασα όλη τη μέρα στο σπίτι.
[μσν. μοχλιάζω < *μόχλ(α) (δες στο μούχλα) -ιάζω ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]
- μούχλιασμα το [múxlazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του μουχλιάζω.
[μουχλιασ- (μουχλιάζω) -μα]
- μουχρός -ή -ό [muxrós] Ε1 : (λογοτ.) σκοτεινός: ~ ουρανός / καιρός.
[ίσως αρχ. *μορυχός (πρβ. αρχ. μόρυχος, ελνστ. μοριφός `λερωμένος, σκουρόχρωμος΄) με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m], συγκ. του άτ. [i] και μετάθ. του [r] ]
- μούχρωμα το [múxroma] Ο49 : (λογοτ.) σκοτείνιασμα. || σούρουπο.
[μσν. μούχρωμα `σούρουπο΄ < μουχρώ(νει) -μα]
- μουχρώνει [muxróni] Ρ1α (απρόσ.) : (λογοτ.) σκοτεινιάζει. || σουρουπώνει.
[γ' εν. του μσν. *μουχρώνω (πρβ. μσν. μούχρωμα) < μουχρ(ός) -ώνω]