Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μου
158 εγγραφές [41 - 50]
μουνταίνω [mundéno] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : γίνομαι μουντός ή κάνω κτ. μουντό.

[μουντ(ός) -αίνω]

μουντάρω [mundáro] Ρ6α : ορμώ, χυμώ.

[μσν. μουντάρω `ανεβαίνω, κάνω επίθεση΄ < ιταλ. montar(e) ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) (δες και μοντάρω)]

μουντιάλ το [mudiál] Ο (άκλ.) : το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου που γίνεται κάθε τέσσερα χρόνια σε επίπεδο εθνικών ομάδων.

[λόγ. < ισπαν. mundial, αρχική σημ.: `παγκόσμιος΄]

μουντομπάσκετ το [mundobásket] Ο (άκλ.) : το παγκόσμιο πρωτάθλημα μπάσκετ που γίνεται κάθε τέσσερα χρόνια σε επίπεδο εθνικών ομάδων.

[λόγ. μουντ(ιάλ) -ο- + μπάσκετ]

μουντός -ή -ό [mundós] Ε1 : που δεν είναι αρκετά φωτεινός ή λαμπερός: Mουντό χρώμα, όχι έντονο. Mουντό σύννεφο, με σκούρο χρώμα. ~ καιρός. Mια μουντή φθινοπωρινή μέρα.

[μσν. *μουντός (πρβ. μσν. μούντος υποχωρ.) ίσως < σλαβ. monĭt(ŭ) `σκοτεινός, θολός΄ -ος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) με συγκ. του άτ. [i] ]

μουράγιο το [murájo] Ο39 : (λογοτ.) μόλος.

[μσνλατ. muragi(um) -ο ή βεν. *muragia (πρβ. ιταλ. muraglia) `τείχη΄ θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]

μούργα η [múrγa] Ο25α : το κατακάθι του λαδιού.

[αντδ. < λατ. amurga (αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-amu > miamu > mia-mu] ) ή μέσω του ιταλ. murga < αρχ. ἀμόργη (ίδ. σημ. καθώς και όν. σχετικής βαφής)]

μουργέλα η [murjéla] Ο25α : (οικ.) βαρεμάρα, τεμπελιά ιδίως προσωρινή· σπαρίλα.

[ιταλ. muriella `λεία πέτρα σε παιδικό παιχνίδι, αμάδα΄(;)]

μούργος ο [múrγos] Ο18 : 1. μεγαλόσωμο τσοπανόσκυλο συνήθ. με σκού ρο τρίχωμα. 2. (υβρ.) για άνθρωπο άσχημο, άξεστο ή δύστροπο.

[μσν. μούργος `καστανοκόκκινος΄ (για άλογα ή μουλάρια) < μούργ(α) -ός με μετακ. τόνου κατά τα άσπρος, μαύρος]

μούρη η [múri] Ο30α : 1α. (συνήθ. μειωτ.) το πρόσωπο του ανθρώπου· μούτρο: Δες τη ~ σου στον καθρέφτη. Σπάω τη ~ κάποιου, τον χτυπώ πολύ στο πρόσωπο. Πετάω κτ. στη ~ κάποιου, με περιφρονητική διάθεση. Ήρθαμε ~ με ~ με κπ., τον συνάντησα τυχαία και χωρίς να μπορώ να τον αποφύγω. ΦΡ τρίβω* τη ~ κάποιου. χώνω* παντού τη ~ μου. πουλάω* ~. β. το αντίστοιχο τμήμα του σώματος των ζώων. 2. (μτφ.) το μπροστινό τμήμα ορισμένων αντικειμένων, ιδίως μεταφορικών μέσων: H ~ του αυτοκινήτου / του αεροπλάνου. μουράκλα η MΕΓΕΘ συνήθ. στη σημ. 1α.

[μσν. μούρη < ιταλ. (διαλεκτ.) αρσ. murro `μουσούδι΄, πληθ. murri που θεωρήθηκε θηλ. εν.· μούρ(η) -άκλα]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...16   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες