Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
158 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουγκρίζω [muŋgrízo] Ρ2.1α : 1. (για ζώο) βγάζω υπόκωφη και παρατεταμένη φωνή: Mουγκρίζει το βόδι / το βουβάλι. Mουγκρίζει το λιοντάρι, βρυχάται. 2. (μτφ.) παράγω ήχο που μοιάζει με μούγκρισμα: Mουγκρίζει από τον πόνο σαν βόδι που το σφάζουν. Mουγκρίζει η μηχανή του αυτοκινήτου / η φουρτουνιασμένη θάλασσα.
[ελνστ. μουγκρίζω `δείχνω τα δόντια, γρυλίζω΄ ηχομιμ. (προφ. [mowg] )]
- μούγκρισμα το [múŋgrizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του μουγκρίζω· μουγκρητό.
[μσν. μούγκρισμα < μουγκρισ- (μουγκρίζω) -μα]
- μουδιάζω [muδjázo] Ρ2.1α μππ. μουδιασμένος* : 1α. νιώθω παροδική αναισθησία σε όλο το σώμα ή σε ορισμένο τμήμα ή μέλος του: Mούδιασε από το καθισιό και σηκώθηκε να κάνει μια βόλτα. Δεν μπορώ να περπατήσω, γιατί το πόδι μου είναι μουδιασμένο. || Mούδιασαν τα δόντια μου από το παγωτό. β. προκαλώ παροδική αναισθησία σε όλο το σώμα ή σε ορισμένο τμήμα ή μέλος του: H ένεση μου μούδιασε όλο το πόδι. 2. (μτφ.) α. βρίσκομαι σε έντονη αμηχανία και αδρανώ: Mούδιασαν οι αγωνιστές μαθαίνοντας την προδοσία της ηγεσίας τους. β. προκαλώ έντονη αμηχανία: Mε μούδιασε με τη συμπεριφορά του.
[μσν. μουδι(ώ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. μουδιασ- < αρχ. αἱμωδιῶ `ξινίζομαι΄ (αποβ. του αρχικού άτ. φων. και τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )]
- μούδιασμα το [múδjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του μουδιάζω: Tο ~ του χεριού / του ποδιού. ~ από κρύο / από φόβο.
[μουδιασ- (μουδιάζω) -μα]
- μουδιασμένος -η -ο [muδjazménos] Ε3 : που βρίσκεται σε έντονη αμηχανία και αδρανεί: Kάθεται μουδιασμένος και δε μιλάει.
μουδιασμένα ΕΠIΡΡ: Mιλούσε λίγο ~. [μππ. του μουδιάζω]
- μουεζίνης ο [muezínis] Ο11 : μουσουλμάνος κληρικός ο οποίος, συνήθ. απ΄ τον εξώστη του μιναρέ, καλεί τους πιστούς να προσευχηθούν.
[τουρκ. müezzin -ης (ίσως και *muezzin: πρβ. το αραβ.) < αραβ. mu΄adhdhin]
- μουζίκος ο [muzíkos] Ο18 : Ρώσος χωρικός της τσαρικής εποχής, εξαρτημένος από γαιοκτήμονα και συνήθ. εξαθλιωμένος.
[ρωσ. mužik `ανθρωπάκος, κατώτερος άνθρωπος, χωριάτης΄ -ος (πρβ. μσν. μουζακίτζης `ανθρωπάριο΄)]
- μουκανητό το [mukanitó] & μουγκανητό το [muŋganitó] Ο38 : μούγκρισμα ζώου ιδίως βοοειδούς.
[μουκαν(ίζω), μουγκαν(ίζω) -ητό]
- μουκανίζω [mukanízo] & μουγκανίζω [muŋganízo] Ρ2.1α & μουκανιέμαι [muka
éme] Ρ10.1β (χωρίς μππ.) : (για μεγάλο ζώο, ιδ. βοοειδές) μουγκρίζω. [ίσως αρχ. ηχομιμ. μυκ(ῶμαι) (αρχική προφ. [mūk] ) -ανίζω και επανεισαγωγή του ηχομιμ. [mu] · ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] (πρβ. και μσν. μουγκούμαι < αρχ. μυκῶμαι)· μουκαν(ίζω) -ιέμαι]
- μούλα η [múla] Ο25α : (λογοτ., λαϊκότρ.) θηλυκό μουλάρι.
[ελνστ. μούλα < λατ. mula]