Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 158 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουτζαλώνω [mudzalóno] -ομαι & μουντζαλώνω [mundzalóno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) μουτζουρώνω κτ.
[*μουτζάλ(α), *μουντζάλ(α) (δες στο μουτζα λιά) -ώνω]
- μουτζούρα η [mudzúra] & μουντζούρα η [mundzúra] Ο25α : σκουρόχρωμος λεκές από καπνιά, μπογιά, μελάνι κτλ.: Πλύνε το πρόσωπό σου, γιατί έχει πολλές μουτζούρες. Mαθητικό τετράδιο γεμάτο μουτζούρες.
[μσν. *μουτζούρα ίσως από τα περσ. (σύγκρ. μούντζα, πρβ. τουρκ. διαλεκτ. mucur `καρβουνόσκονη΄, από τα αρμεν.)· μσν. μουντζούρα < μουτζούρα με ανάπτ. ριν. πριν από μεσοφ. [d] ]
- μουτζούρης ο [mudzúris] & μουντζούρης ο [mundzúris] Ο11 : (οικ.) 1α. άνθρωπος λερωμένος με μουτζούρες: Είναι πάντα ~, γιατί πουλάει κάρβουνα. β. τεχνίτης που δουλεύει σε μηχανές και ιδίως σε μηχανουργείο. 2α. τρένο με ατμομηχανή η οποία λειτουργεί με κάρβουνο: Φαντάροι που ταξίδευαν με το μουτζούρη. β. είδος χαρτοπαιγνίου.
[μουτζούρ(α), μουντζούρ(α) -ης]
- μουτζούρωμα το [mudzúroma] & μουντζούρωμα το [mundzúroma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μουτζουρώνω.
[μουτζουρώ(νω), μουντζουρώ(νω) -μα]
- μουτζουρώνω [mudzuróno] -ομαι & μουντζουρώνω [mundzuróno] -ομαι Ρ1 : λερώνω κτ. με μουτζούρες: Mουτζούρωσε τα χέρια του με μελάνι. Mουτζουρώθηκε ολόκληρος προσπαθώντας να καθαρίσει τη σόμπα. ΦΡ ~ χαρτιά, γράφω χωρίς να προσέχω. ~ κπ., του καταλογίζω επιβαρυντική πράξη ή χαρακτηρισμό: Δεν μπορούσε να διοριστεί, γιατί ήταν μουτζουρωμένο το ποινικό του μητρώο, βεβαρυμένο. ~ την τιμή / την υπόληψη κάποιου, τη θίγω.
[μσν. *μουτζουρώνω, *μουντζουρώνω (πρβ. μσν. μουτζουλώνω, μουρτζουλώνω) < μουτζούρ(α), μουντζούρ(α) -ώνω]
- μούτζωμα το [múdzoma] & μούντζωμα το [múndzoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μουτζώνω.
[μσν. *μούτζωμα, *μούντζωμα (πρβ. μσν. μούζωμα) < μουτζώ(νω), μουντζώ(νω) -μα]
- μουτζώνω [mudzóno] -ομαι & μουντζώνω [mundzóno] -ομαι Ρ1 : 1. χειρονομώ υβριστικά προβάλλοντας την ανοιχτή παλάμη μου προς την κατεύθυνση κάποιου· φασκελώνω: Tη μούτζωσε, γιατί τον προσπέρασε αντικανονικά. 2. (μτφ.) αφήνω, εγκαταλείπω κτ., παύω να ενδιαφέρομαι γι΄ αυτό: Mούτζωσε τα εγκόσμια κι έγινε καλόγερος. Tα μούτζωσε, τα παράτησε.
[μσν. μουτζώνω, μουντζώνω (& μουζώνω) `αλείφω το πρόσωπο με καπνιά, προσβάλλω΄ < μούτζ(α), μούντζ(α) (& μούζα) -ώνω (επειδή το μουτζούρωμα του προσώπου του πομπευόμενου γινόταν με την παλάμη βουτηγμένη σε καπνιά)]
- μούτρο το [mútro] Ο39 : 1. (οικ.) το πρόσωπο του ανθρώπου: Πλένω τα μούτρα μου. Άνθρωπος με έξυπνο ~. ΦΡ και εκφράσεις χαλώ σε κπ. τα μούτρα / σπάω τα μούτρα κάποιου, τον δέρνω τραυματίζοντάς τον στο πρόσωπο. κάνω / κρατάω μούτρα σε κπ., κατσουφιάζω, θυμώνω. κατεβάζω / κρεμώ (τα) μούτρα, κατσουφιάζω, θυμώνω. ξινίζω τα μούτρα μου, εκφράζω δυσαρέσκεια ή θυμό συνήθ. με μορφασμό. τρώω / σπάζω τα μούτρα μου, τραυματίζομαι στο πρόσωπο και μεταφορικά για αποτυχία: Έπεσε κάτω κι έσπασε τα μούτρα του. παίρνω τα μούτρα μου και
, τολμώ να κάνω κτ. πέφτω / ρίχνομαι σε κτ. με τα μούτρα, ασχολούμαι έντονα, με όρεξη ή αφοσιώνομαι σ΄ αυτό: Έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά / στο διάβασμα / στο φαΐ. αρπάζω κπ. από τα μούτρα, του επιτίθεμαι με λόγια. πετάω κτ. στα μούτρα κάποιου, ως ένδειξη περιφρόνησης. τρίβω* κτ. στα μούτρα κάποιου. ρίχνω τα μούτρα μου, ταπεινώνομαι: Έριξα τα μούτρα μου και πήγα και του ζήτησα χρήματα. πέφτουν* τα μούτρα μου. 2α. (πληθ., μειωτ.) ο άνθρωπος για τον οποίο γίνεται λόγος: Δεν έχω όρεξη να βλέπω τα μούτρα σου, εσένα. Δεν είναι για τα μούτρα σου, δεν είναι για σένα, δε σου αξίζει. ΦΡ μούτρα για σιδέρωμα, για άνθρωπο άσχημο ή ασήμαντο. κάνω κτ. σαν τα μούτρα μου, το φθείρω, το καταστρέφω. β. (μειωτ.) για άνθρωπο χαμηλής ηθικής στάθμης και ιδίως αλήτη, απατεώνα ή κακοποιό: Mαζεύονται σ΄ αυτό το καφενείο κάτι μούτρα! Είναι μεγάλο ~· μην τον πιστεύεις. γ. (πληθ.) θάρρος ή αυτοπεποίθηση που προέρχεται από ηθική αξιοπρέπεια ή κοινωνικό κύρος: Mε τι μούτρα να του ζητήσω πάλι το ίδιο πράγμα; Δεν έχω μούτρα να βγω στην κοινωνία.
μουτράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. μουτράκλα η MΕΓΕΘ στη σημ. 2β. [παλ. ιταλ. mutria (θηλ. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.) με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε σύμφ., [r] και φων. (σύγκρ. τριακόσιοι > τρακόσιοι)· μούτρ(ο) -άκλα]
- μούτρωμα το [mútroma] Ο49 : το αποτέλεσμα του μουτρώνω.
[μουτρώ(νω) -μα]
- μουτρωμένος -η -ο [mutroménos] Ε3 μππ. του μουτρώνω : που είναι δυσαρεστημένος ή θυμωμένος και συγχρόνως εκδηλώνει το συναίσθημα αυτό στο πρόσωπό του: Tου έκανα μια παρατήρηση και είναι ~.
μουτρωμένα ΕΠIΡΡ: Mου μίλησε πάλι ~. [μππ. του μουτρώνω]



