Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μουρια
1 item total
μουριά η [murjá] Ο24 : δέντρο με οδοντωτά φύλλα που χρησιμοποιούνται ως τροφή του μεταξοσκώληκα: Ξύλο μουριάς. Kαρπός της μουριάς είναι το μούρο. Mαύρη / άσπρη ~, με μαύρους ή ανοιχτόχρωμους καρπούς αντίστοιχα.

[μσν. μουριά < μουρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. μορέα ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] )]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go