Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μορφολογια
1 item total
μορφολογία η [morfolojía] Ο25 : 1. το σύνολο των χαρακτηριστικών κάθε φυσικού όντος καθώς και η σχετική επιστημονική μελέτη: H ~ του ανθρώπινου σώματος. H ~ της γήινης επιφάνειας / μιας χώρας. 2. κλάδος της γλωσσολογίας που ασχολείται με το σχηματισμό των λέξεων (παραγωγή, σύνθεση) και τις μορφικές μεταβολές τους (γραμματική κατηγορία, κλίση) κατά το σχηματισμό των φράσεων: Φωνολογία, ~ και σύνταξη μιας γλώσσας.

[λόγ. < γερμ. Morphologie < αρχ. μορφ(ή) -ο- + -logie = -λογία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go