Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μορταδέλα
1 εγγραφή
μουρταδέλα η [murtaδéla] & μορταδέλα η [mortaδéla] Ο25α : χοντρό σαλάμι από βοδινό ή χοιρινό κρέας και πολλά μικρά κομμάτια από λαρδί.

[μορ-: μσν. *μορταδέλα (πρβ. μσν. μουρταδέλα) αντδ. < ιταλ. mortadella < λατ. murtatum, myrtatum < myrtus < αρχ. μύρτον· μουρ-: μσν. μουρταδέλα < μορταδέλα ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και του [r] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες