Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονόκερος
1 εγγραφή
μονόκερος ο [monókeros] Ο20 : μυθικό ζώο με μορφή αλόγου και ένα μεγάλο κέρατο στο μέσο του μετώπου.

[λόγ. < ελνστ. μονόκερος < αρχ. επίθ. μονόκερως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες