Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονωδία η [monoδía] Ο25 : τραγούδι ειδικό για μία μόνο φωνή.
[λόγ. < αρχ. μονῳδία]
- μονώνυμο το [monónimo] Ο40 : αλγεβρική παράσταση στην οποία δεν υπάρχει πράξη προσθέσεως ή αφαιρέσεως: Aκέραιο / κλασματικό ~.
[λόγ. < ελνστ. μονώνυμος `που έχει μοναδικό όνομα΄ σφαλερή ταύτιση προς το γαλλ. monἄme < mo(no)- = μο(νο)- + αρχ. νόμος (στη σημ.: `μέρος΄) κατά το binἄme = διώνυμο]
- μονώνω [monóno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω ή γενικά προστατεύω κτ. με ειδικό υλικό, ώστε να εμποδίζεται η κυκλοφορία του ηλεκτρικού ρεύματος, του ήχου, της θερμότητας, του κρύου, της υγρασίας κτλ.: Mονωμένος ηλεκτρικός αγωγός. Mονωμένη στέγη. Tον χτύπησε το ρεύμα, γιατί το καλώδιο δεν ήταν καλά μονωμένο.
[λόγ. < αρχ. μον(ῶ) -ώνω `αφήνω μόνον΄ σημδ. γαλλ. isoler]
- μονώροφος -η -ο [monórofos] Ε5 : (για κτίριο) που έχει ένα μόνο όροφο.
[λόγ. < μσν. μονώροφος < μον(ο)- + -ωροφος]
- μόνωση η [mónosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μονώνω: ~ ενός ηλεκτρικού αγωγού. H ταράτσα μπάζει νερά, γιατί δεν έχει ~. Kάνω ~ ενός κτιρίου για τη ζέστη / το κρύο / το θόρυβο. Tο σπίτι είναι πολύ κρύο, γιατί δεν έχει καλή ~.
[λόγ. < αρχ. μόνω(σις) `απομόνωση΄ -ση σημδ. γαλλ. isolation, isolement]
- μονωτήρας ο [monotíras] Ο2 : αντικείμενο που είναι κατασκευασμένο από ειδικό μονωτικό υλικό και χρησιμοποιείται για να εμποδίζει την κυκλοφορία του ηλεκτρικού ρεύματος προς ορισμένη κατεύθυνση.
[λόγ. μονω- (δες μονώνω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. isolateur]
- μονωτής ο [monotís] Ο7 : 1. (τεχνολ.) υλικό με μηδενική θερμική ή ηλεκτρική αγωγιμότητα. 2. ο μονωτήρας.
[λόγ. μονω- (δες μονώνω) -τής]
- μονωτικός -ή -ό [monotikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να μονώνει ή γενικά που χρησιμοποιείται για μόνωση: Yλικά μονωτικά για το θόρυβο / την υγρασία / το κρύο / το ηλεκτρικό ρεύμα. Mονωτικό υλικό και ως ουσ. το μονωτικό. Mονωτική ταινία, που χρησιμοποιούν για μόνωση οι ηλεκτρολόγοι.
[λόγ. < ελνστ. μονωτικός `μοναχικός΄ σημδ. γαλλ. isolant]



