Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοντάρω [mondáro & montáro] -ομαι Ρ6 : 1. βάζω στην κατάλληλη θέση τα εξαρτήματα ενός μηχανήματος, ώστε αυτό να μπορεί να λειτουργήσει· συναρμολογώ: Είχε λύσει το ρολόι του και τώρα προσπαθούσε να το μοντάρει. || (επέκτ.) για τα τμήματα κάθε κατασκευής. 2. επιλέγω και τοποθετώ σε ενιαίο σύνολο τα κλισέ ενός κειμένου ή μιας φωτογραφίας πριν από την εκτύπωση ή των πλάνων (κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών) μιας ταινίας πριν από την προβολή. 3. (μτφ.) συγκροτώ, οργανώνω κτ.: ~ μια αθλητική ομάδα / μια θεατρική παράσταση.
[ιταλ. montar(e) -ω (δες και μουντάρω)]