Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονοκοντυλιά η [monokondilá] & μονοκονδυλιά η [monokonδilá] Ο24 : γραμμή που γίνεται με κίνηση του μολυβιού συνεχή και χωρίς διακοπή. ΦΡ με μια ~, γρήγορα και χωρίς πολλή σκέψη, μελέτη ή ειδική διαδικασία: Δεν μπορείς να καταδικάζεις με μια ~ κάποιον, επειδή υποστηρίζει αντίθετες απόψεις.
[μονο- + κοντυλιά (< κοντύλ(ι) -ιά)· λόγ. επίδρ.]



