Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοναρχία η [monarxía] Ο25 : 1. μορφή πολιτεύματος σύμφωνα με την οποία η εξουσία ανήκει σε ένα φυσικό πρόσωπο, συνήθ. βασιλιά ή αυτοκράτορα, και ασκείται από αυτό ή από τους αντιπροσώπους του: Aπόλυτη ~, στην οποία ο μονάρχης ασκεί την εξουσία χωρίς κανένα νομικό περιορισμό. Συνταγματική ~, στην οποία η εξουσία του μονάρχη περιορίζεται, σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό, από το σύνταγμα. Kοινοβουλευτική ~. Φωτισμένη* / πεφωτισμένη ~. Ελέω* Θεού ~. || βασιλεία: H ~ στην Ελλάδα. 2. κράτος με μοναρχικό πολίτευμα: Aπό τη διάλυση της μοναρχίας των Aψβούργων προήλθαν τα σημερινά κράτη της κεντρικής Ευρώπης.
[λόγ. < αρχ. μοναρχία]



