Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μολυσματικός
1 εγγραφή
μολυσματικός -ή -ό [molizmatikós] Ε1 : 1. που μεταδίδεται από άτομο σε άτομο με μόλυνση: Mολυσματική αρρώστια. 2. (σπάν.) που προκαλεί ή που διευκολύνει τη μόλυνση.

[λόγ. < αρχ. μολυσματ- (μόλυσμα) `κηλίδα΄ -ικός κατά τη σημ. της λ. μόλυνση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες