Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μισοάδειος
1 εγγραφή
μισοάδειος -α -ο [misoáδjos] Ε4 : που είναι άδειος κατά το ήμισυ: Mισοάδειο μπουκάλι / ποτήρι. Mισοάδεια αίθουσα.

[μισο- 1 + άδειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες