Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μισάνοιχτος
1 εγγραφή
μισάνοιχτος -η -ο [misánixtos] Ε5 : που δεν είναι εντελώς ανοιχτός: Mισάνοιχτη πόρτα.

[μισ(ο)- 1 + ανοιχτ(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες