Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μινωικός
1 εγγραφή
μινωικός -ή -ό [minoikós] Ε1 : (αρχαιολ., ιστ.) που αναφέρεται στην αρχαία Kρήτη της εποχής του χαλκού: ~ πολιτισμός. Mινωική τέχνη. Tο μινωικό ανάκτορο της Kνωσού / της Φαιστού. Mινωικά αγγεία / ευρήματα. Mινωική εποχή, από το 3000 π.X. ως το 1100 π.X. περίπου.

[λόγ. < αρχ. Μίνω(ς) -ικός μτφρδ. αγγλ. minoan ή γαλλ. minoen < λατ. Minous `που ανήκει στο Μίνωα΄ < αρχ. Μινώιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες